μυστιλᾶται

μυστιλᾶται
μυστῑλᾶται , μυστιλάομαι
sop bread in soup
pres subj mp 3rd sg
μυστῑλᾶται , μυστιλάομαι
sop bread in soup
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυστιλώμαι — μυστιλῶμαι, άομαι (Α) [μυστίλη] 1. βουτώ ψωμί στον ζωμό και τρώγω 2. μτφ. υπεξαιρώ με απληστία, «βουτάω», κλέβω («κἀμφοῑν χειροῑν μυστιλᾱται τῶν δημοσίων», Αριστοφ.) 3. (η μτχ. παρακμ.) μεμυστιλημένος, η, ον κατασκευασμένος με τα δάκτυλα σε σχήμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”